υποφέρω

υποφέρω
ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω]
υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ.
γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν.
δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. υποβάλλομαι σε στερήσεις ή σε ταλαιπωρίες (α. «υπέφερε για να σπουδάσει τα παιδιά του» β. «υποφέρουμε από την ανομβρία»)
2. (για ασθενή) πάσχω, ταλαιπωρούμαι (α. «υποφέρει χρόνια τώρα» β. «υποφέρει από ιλίγγους»)
μσν.-αρχ.
φέρνω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «ἀνθρώπους εἰς θάνατον ὑποφέρει», Κλήμ. Αλ.
β. «τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια καὶ ὑποφέρουσιν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. σηκώνω από κάτω και απομακρύνω, οδηγώ εκτός κινδύνου («ἀλλά μ' ὑπήνεικαν ταχέες πόδες», Ομ. Ιλ.)
2. ωθώ, σπρώχνω προς τα εμπρός («δίφρους τινὶ ὑποφέρειν», Αιλ.)
3. επιφέρω, επισυνάπτω, προσθέτω στην ομιλία μου
4. προτείνω, προσφέρω κάτι
5. παρουσιάζω, υποδηλώνω («εἰ τῶν... οἰχομένων... ἐλπίδ' ὑποίσεις», Σοφ.)
6. προφασίζομαι («οπουδὰς ἀδίκως ὑποφερομένας», Ξεν.)
7. (για ποτάμι) φέρω προς τα κάτω, παρασύρω («ὁ ποταμὸς ὑποφέρει τὴν ναῡν εἰς τὴν θάλασσαν», Πλούτ.)
8. κάνω να πέσει κάτι προς τα κάτω, ρίχνω κάτω («χωρία ὑποφέροντα τοὺς πόδας», Πολυδ.)
9. ελαττώνω, μετριάζω («ὁ πόλεμος τὰ τέλη πεζῶν εἰς τοσοῡτον ὑπενηνόχει», Αππ.)
10. (το παθ.) ὑποφέρομαι
εξασθενώ, χειροτερεύω
11. μτφ. καταντώ, ξεπέφτω («ὑποφέρεσθαι εἰς ὕβριν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποφέρω — υποφέρω, υπέφερα (σπάν. υπόφερα) βλ. πίν. 217 Σημειώσεις: υποφέρω : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και ο ενεστώτας της παθητικής φωνής, σε εκφρ. όπως: δεν υποψέρεται (→ δεν μπορεί να το αντέξει κανείς) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποφέρω — και υποφέρνω υπόφερα και υπέφερα 1. μτβ., ανέχομαι, αντέχω: Δε σε υποφέρω πια. 2. δοκιμάζω, τραβώ, υπομένω: Τι υποφέρει απ τη γυναίκα του! 3. αμτβ., πάσχω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Πόσο υποφέραμε στη Κατοχή δε λέγεται. 4. νοσώ: Υποφέρει από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποφέρω — carry away under pres subj act 1st sg ὑποφέρω carry away under pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφέρεσθε — ὑποφέρω carry away under pres imperat mp 2nd pl ὑποφέρω carry away under pres ind mp 2nd pl ὑποφέρω carry away under imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφέρῃ — ὑποφέρω carry away under pres subj mp 2nd sg ὑποφέρω carry away under pres ind mp 2nd sg ὑποφέρω carry away under pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπενεγκάντων — ὑποφέρω carry away under aor part act masc/neut gen pl ὑποφέρω carry away under aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπενεχθέντα — ὑποφέρω carry away under aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑποφέρω carry away under aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπενηνεγμένον — ὑποφέρω carry away under perf part mp masc acc sg ὑποφέρω carry away under perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπενηνεγμένων — ὑποφέρω carry away under perf part mp fem gen pl ὑποφέρω carry away under perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπενηνέγμεθα — ὑποφέρω carry away under perf ind mp 1st pl ὑποφέρω carry away under plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”